ευρυπρόσωπος

ευρυπρόσωπος
-η, -ο
εκείνος τού οποίου το μέτωπο έχει πλάτος μεγάλο σε σχέση προς το συνολικό πλάτος τής κεφαλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ-* + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. αντι-πρόσωπος, πολυ-πρόσωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Ιωάννη Καρασούτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευρυπροσωπία — η [ευρυπρόσωπος] η ιδιότητα τού ευρυπρόσωπου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”